σημαντικῇ

σημαντικῇ
σημαντικός
significant
fem dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σημαντική — η κλάδος της γλωσσολογίας που εξετάζει τις σχέσεις ανάμεσα στις λέξεις και σ αυτό που οι ίδιες σημαίνουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σημαντική — σημαντικός significant fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σημαντική ή σημασιολογία — Γενική θεωρία και ιστορική μελέτη της σημασίας των λέξεων. Η σ. πήρε το όνομά της από το Μισέλ Μπρεάλ που, το 1883, πρότεινε να ονομαστεί έτσι (γαλλικά semantique από τη ρίζα του ελληνικού ρήματος σημαίνω) το μέρος της γλωσσολογίας που αναφέρεται …   Dictionary of Greek

  • μονοφυσιτισμός — Σημαντική κατεύθυνση της χριστιανικής σκέψης που εμφανίστηκε τον 5o και 6o αι.· υπάρχει και σήμερα σε μερικές ζώνες και έχει καταδικαστεί από την Εκκλησία ως αιρετική. Ιδρυτής του μ. υπήρξε ο Ευτυχής (γι’ αυτό λέγεται και Ευτυχιανισμός), ο οποίος …   Dictionary of Greek

  • Καβαζίτες — Σημαντική αρχοντική οικογένεια της Τραπεζούντας, την περίοδο των Μεγάλων Κομνηνών (14ος 15ος αι.). Στην οικογένεια αυτή ανήκαν ο μέγας δομέστικος Λέων Κ. και ο μέγας δούκας Ιωάννης Κ. Μετά την κατάκτηση της Τραπεζούντας από τους Τούρκους (1461),… …   Dictionary of Greek

  • κινάσες — Σημαντική κατηγορία ενζύμων που ανήκουν στις τρανσφεράσες, δηλαδή σε εκείνη την ομάδα ενζύμων που καταλύουν τη μεταφορά χημικών ομάδων από μία ουσία σε άλλη. Οι κ. είναι υπεύθυνες για την φωσφορυλίωση των υποστρωμάτων τους, μέσω της μεταφοράς… …   Dictionary of Greek

  • κωνοφόρα — Σημαντική κλάση ξυλωδών και ρητινωδών φυτών, τα οποία υπάγονται στα γυμνόσπερμα και χαρακτηρίζονται από την απουσία πραγματικής ωοθήκης που να περικλείει σπέρματα. Τα κ. περιλαμβάνουν, εκτός από τους πολλούς απολιθωμένους αντιπροσώπους, περίπου… …   Dictionary of Greek

  • Μπερνούλι, εξίσωση — Σημαντική σχέση της μηχανικής ρευστών που συνδέει την πίεση, την ταχύτητα ροής και το ύψος δυο περιοχών κατά μήκος ενός «καναλιού» ροής κάποιου ιδανικού ρευστού (ιδανικό καλείται εκείνο το ρευστό που δεν παρουσιάζει εσωτερική τριβή και είναι… …   Dictionary of Greek

  • Παγασές — Σημαντική πόλη της αρχαίας Πελασγιώτιδας. Τα ερείπιά της βρίσκονται κοντά στα ερείπια της αρχαίας Δημητριάδας, στην αρχή της εθνικής οδού Βόλου Αθήνας. Οι Π. ήταν επίνειο των αρχαίων Φερών (σημ. Βελεστίνο) και μαζί με την Ιωλκό και την Άλο… …   Dictionary of Greek

  • Παλαιοσκούτελλα — Σημαντική αρχαιολογική τοποθεσία της Κύπρου κοντά στο χωριό Γαληνόπορνη. Σε αυτήν υπάρχουν τάφοι της πρωτοκυπριακής και μεσοκυπριακής περιόδου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”